- λιθοχαράκτης
- οτεχνίτης που ασχολείται με τη χάραξη πολύτιμων λίθων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + χαράκτης (< χαράσσω). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek